άγγιαχτος

άγγιαχτος
η , ο
1) нетронутый, целый; совершенно новый;

είναι όλα άγγιαχτ — а ничего не тронуто;

2) перен. незадетый, незатронутый;

δεν αφίνει άνθρωπο άγγιαχτο — он ко всем придирается


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άγγιαχτος" в других словарях:

  • άγγιαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς 2. άψαυστος, άγγιχτος 3. ανέπαφος, ακέραιος 4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α στερητ. + ’γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το… …   Dictionary of Greek

  • αγγιαχτερός — ή, ό αυτός που ενοχλεί, που πειράζει κάποιον με λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγγιαχτός + παραγ. κατάλ. ερός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»